δαπανηρός

δαπανηρός
-ή, -ό
1. αυτός που κοστίζει πολλά χρήματα: Η συντήρηση ενός μεγάλου σπιτιού είναι δαπανηρή.
2. ο σπάταλος, ο πολυέξοδος: Η ζωή που κάνει είναι εξαιρετικά δαπανηρή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαπανηρός — lavish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρός — ή, ό (AM δαπανηρός, ά, όν) [δαπάνη] 1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα 2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος αρχ. φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει …   Dictionary of Greek

  • δαπανηρά — δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc pl δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc/acc dual δαπανηρά̱ , δαπανηρός lavish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρότερον — δαπανηρός lavish adverbial comp δαπανηρός lavish masc acc comp sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηροτέρων — δαπανηρός lavish fem gen comp pl δαπανηρός lavish masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρῶν — δαπανηρός lavish fem gen pl δαπανηρός lavish masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηρόν — δαπανηρός lavish masc acc sg δαπανηρός lavish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηραί — δαπανηρός lavish fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηροτάτοις — δαπανηρός lavish masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαπανηροῖς — δαπανηρός lavish masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”